ΟΡΦΕΩΣ ΑΡΓΟΝΑΥΤΙΚΑ Αρχαίων κείμενον (συνέχεια... ἒως καί 46 στίχοι)
2012-09-13 21:27
-
ΟΡΦΕΩΣ ΑΡΓΟΝΑΥΤΙΚΑΑρχαίων κείμενον (συνέχεια... ἒως καί 46 στίχοι)Ἢδ' ὃσα θεσπίζουσιν ὀνειροπόλοισινἀταρποῖςψυχαί ἐφημερίων, ὓπνῳ βεβολημέναιἦτορσημείων τεράτων τε λύσεις, ἂστρων τεπορείαςἁγνοπόλον τε καθαρμόν, ἐπιχθονίοιςμέγ' ὂνειαρἰλασμούς τε θεῶν, φθιμένων τ'ἐπινήχυτα δῶραἂλλα δέ σύ κατέλεξ' ἃπερ εἲσιδον,ἠδ' ἐνόησα,Ταίναρον ἡνίκ' ἒβην σκοτίην ὁδόν,Ἂιδος εἲσω,ἡμετέρῃ πίσυνος κιθάρῃ, δι' ἒρωτ'ἀλόχοιοἠδ' ὃσον Αἰγύπτῳ ἱερόν λόγονἐξελόχευσα,Μέμφιν ἐς ἠγαθέην πελάσας, ἱεράς τεπόληαςἊπιδος περί Νεῖλος ἀγάρροος,ἐστεφάνωταιπάντα μάλ' ἀτρεκέως ἀπ' ἐμῶν στέρνωνδεδάηκας.Αρχαίων κείμενον, απόδοσις, σχόλια, λεξιλόγιονἪδ'ὃσα θεσπίζουσιν ὀνειροπόλοισινἀταρποῖςΚαί ὃσα προφητεύουν κατά τάς ὀνειροπόλους διαδρομάςΘεσπίζω: προφητεύω, προλέγω, Μέλλων -ίσω, Att. -ι^ῶ, Iων. Απαρεμφ: θεσπιέειν Δωρικός ἀόριστος: A: “ἐθέσπιξα” (θέσπις ποῦ σημαίνει:γεμάτη με τα λόγια του Θεού, ἐμπνευσμένη).Ἀτραπ-ός, ἐπιθ : ἀταρπός ,ἡ συντόμευση, γενικά μονοπάτι, Μεταφορικα ὁ τρόπος ζωῆς,ψυχαί ἐφημερίων, ὓπνῳ βεβολημέναιἦτοραἱ ψυχαί τῶν ἐφημέρων ἀνθρώπων,ὂντας καταβεβλημέναι ἀπό τόν ὓπνον Βεβολημένος : Μετοχή παρακειμένου (βεβόλημαι) : Χτυπιέμαι, βάλομαι, ὑπόκειμαι σέ μία πίεσιν.Ὁ ἀνώμαλος παρακείμενος τοῦ ρήματος βολέω...(βεβόλημαι) προτιμᾶται ἀπό τό βέβλημαι ποῦ εἶναι ὁ ὁμαλός τύπος προερχόμενος ἀπό τό βάλλω.Ἀναφέρεται καί στό πνεῦμα.βάλλω, μέλλων: βᾰλῶ Iων: βαλέω ἀλλά καί βαλλήσω αόρ. 2 :ἔβᾰλον, Ἰων. προ-βάλεσκε ; αόρ. 1 ἔβαλα. ἀπαρ. Βαλέειν, βαλεῖν εὐκτική. βλείης , μετοχή. βλείς, ὃπως καί ἀπό τό ἔβλην ( συμβάλλω): παρακείμενος:βέβληκα: Ὑπερσυντέλικος: ἐβεβλήκειν, Ep. βεβλήκειν Iων. Παρατατικός: βαλλέσκετο μέλλων. βαλοῦμαι (προ-) , Ep. βαλεῦμαι (ἀμφι-) : ἀόρ. 2 ἐβᾰλόμην, Iων προστακτική:βαλεῦ , μέλλων. Βληθήσομαι, ἐπίσης βεβλήσομαι μετοχή. δια-βεβλησόμενος (Ep. Μέλλων: ξυμ-βλήσομαι, ἀπό τό ρῆμα συμβάλλω): aor. ἐβλήθην : Παθητικός ἀόριστος: ἔβλητο ξύμβλητο προστακτική :βλήεται εὐκτική:βλῇο ἢ βλεῖο ἀπαρέμφατο :βλῆσθαι, μετοχή. βλήμενος παρακείμενος: βέβλημαι, Iων 3πληθ. βεβλήαται , εὐκτική:δια-βεβλῇσθε, ὑπερσυντέλικος: ἐβεβλήμην (περι-) Iων 3ο Πληθυντικό:( περι)-εβεβλέατο... βεβόλημαι λοιπόν ἐκ τοῦ βολέω.Τό ἦτορ , ορος Δοτική :τῷ ἢτορι: ἡ καρδιάσημείων τεράτων τε λύσεις, ἂστρων τεπορείαςκαί τῶν θεικῶν σημείων καί τῶν θαυμάτων τάς ἐρμηνείας (ἒμαθες),καί τάς πορείας τῶν ἀστέρωνΤό τέρας : τό θαύμα, ὁ οἰωνόςτεράζω ἢ τερᾴζω: ἑρμηνεύω οἰωνούς ἢ θαύματαλύσις: ἑρμηνεία, χαλάρωμα ,ἀπελευθέρωση, ἀπολύτρωσηἁγνοπόλον τε καθαρμόν, ἐπιχθονίοιςμέγ'ὂνειαρκαί τήν ἐξαγνιστικήν κάθαρσιν, τό μέγα ὂφελος διά τούς θνητούςἉγνοπόλος : αὐτός ποῦ γίνεται καθαρός, Ἁγνός, ἐξαγνιστικόςὁ καθαρμός , ἐκ τοῦ καθαίρω: κάθαρσις, καθαρισμός.Τό ὄνειαρ , ατος : αὐτό ποῦ φέρνει κέρδος,τό πλεονέκτημα,ἡ τροφή φαγητό κυρίως στό πληθ. Τά ὀνείατα, , συχνό εἰς τόν Ὃμηρον “οἱ δ᾽ ἐπ᾽ ὀνείαθ᾽ ἑτοῖμα προκείμενα χεῖρας ἴαλλον”ἱλασμούς τε θεῶν, φθιμένων τ'ἐπινήχυτα δῶρακαί τάς ἐξιλαστηρίους προσφοράς εἰς τούς θεούς καί τῶν νεκρῶν τά ἂφθονα δῶραὉ ἱλασ-μός: ἐξιλαστήριος προσφορά, ἐξιλέωση, προσφορά γιά ἁμαρτία,Φθιμένος: ὁ φθαρμένος, ὁ φθαρτός, ὁ νεκρός.Ἂφθιτος: ἂφθαρτος.Ὁ ἡ ἐπινήχυτος , ον, A. = νήχυτος, ἂφθονος, “δῶρον”ἂλλα δέ σοί κατέλεξ'ἃπερ εἲσιδον,ἠδ'ἐνόησα,ἀλλά καί εἰς ἐσέ ἀπηρίθμησα αὐτά τά ὁποῖα εἲδα καί ἐπί πλέον κατενόησαΚαταλέγω: κείτομαι, μαζεύω, ἐπιλέγω ἀπό πολλά από πολλά, εξιστορῶ, ἀπαριθμῶ.εἴσιδον : 1ον πρόσωπον ἀορίστου ὁριστικῆς ἐνεργητική φωνή τοῦ ρήματος ὁράω ῶ ἢ καί ἰδεῖν ... εἶδον ρίζα ϜΙΔ, Lat. Video, εἴδομαι; ἀόρ2 εἶδον (διατηρεῖ τήν καθαρή ἒννοια τοῦ βλέπω): ἀλλά παρακείμενος.. οἶδα ...ποῦ σημαίνει γνωρίζω...θυμηθεῖτε τήν Σωκρατικήν φράσιν « ἐν οἶδα ὃτι οὐδέν οἶδα ».Τό ὄψομαι χρησιμοποιεῖται σάν μέλλων, ἑόρακα ἢ ἑώρακα σάν παρακείμενοςΤαίναρον ἡνίκ'ἒβην σκοτίην ὁδόν,Ἂιδος εἲσω,ὃταν εἰς τό Ταίναρον διέβην τήν σκοτεινήν ὁδόν , ἐντός τοῦ Ἂδου,Ἡνίκα : ὃτανἔβην 1ον πρόσωπον ἐνεργητικοῦ ἀορίστου ὁριστικῆς ..ἐνεργητική φωνή τοῦ ρήματος βαίνω ἒβαινον, βήσομαι, ἒβην, βέβηκα, ἐβεβήκεινεἴσω ρῆμα 1ον πρόσωπον ἀορίστου ὑποτακτική..ἐνεργητική φωνή.εἴδομαι : εἶμαι ὁρατός, φαίνομαι,ἀλλά καί τό εἴσω σάν ἐπίρημα ποῦ σημαίνει: μέσα, ἐντός...ἡμετέρῃ πίσυνος κιθάρῃ, δι'ἒρωτ'ἀλόχοιοἒχων εμπιστοσύνην εἰς τήν ἰδικήν μου κιθάρα (λύρα), λόγῳ τοῦ ἐρωτός μου πρός τήν σύντροφόν μουὁ ἡ πίσυνος...ὁ στηριζόμενος, ὁ ἒχων ἐμπιστοσύνη ἐκ τοῦ πείθω.Ἡ ἄλοχος α, ου, ἡ, (ἀ- λέχος) ποιητικά σημαίνει ἡ σύντροφος τῆς ἰδίας κλίνης.Ἐδῶ γενική (ἀλόχοιο)ἠδ ὃσον Αἰγύπτῳ ἱερόν λόγονἐξελόχευσα,ἐπίσης (ἐπέφησα) καί ὃσον ἱερόν λόγον διεκήρυξα (ἐγέννησα) εἰς τήν ΑἲγυπτονἘκλοχεύω :γεννῶ...φέρω στό προσκήνιοΜέμφιν ἐς ἠγαθέην πελάσας, ἱεράς τεπόληαςὃταν προσέγγισα τήν ἱεράν Μέμφιν, καί τάς ἱεράς πόλειςΠελάσας : μετοχή ἀορίστου ἐνεργητικῆς φωνῆς τοῦ ρήματος πελάζω : πλησιάζωἠγάθεος : ὁ ἱερόςἊπιδος περί Νεῖλος ἀγάρροος,ἐστεφάνωταιτοῦ Ἂπιδος τάς ὁποίας ὁ πολυύδατος Νεῖλος περιτριγυρίζειΣτεφανῶμαι( στεφανόω) εἶμαι τοποθετημένος γύρω ἀπό ἓνα κύκλο.Ἀγάρροος : ἄγαν καί ῥέω (πάρα πολύ καί ρέω)πάντα μάλ'ἀτρεκέως ἀπ'ἐμῶν στέρνωνδεδάηκας.ὃλα αὐτά μέ πολλήν ἀκρίβειαν ἀπό τό ἰδικόν μου στῆθος ἒμαθες.Μάλα : πολύ ...ὑπερβολικάἀτρεκής: ὁ ἀκριβής, ὁ αὐστηρόςστέρνον: στῆθοςδεδάηκας: 2ον πρόσωπον παρακειμένου ὁριστικῆς...ἐνεργητική φωνή τοῦ ρήματοςδάω : μαθαίνω ...ἒδαον ..δαήσομαι..ἐδάην..δεδάηκα ἢ δεδάημαι (μτχ δεδαῶς)ΒιβλιογραφίαΤΑ ΟΡΦΙΚΑ - ΙΩΑΝΝΟΥ ΠΑΣΣΑ (σελίδα ...)